κιγκαλερία

κιγκαλερία
η скобяные товары, изделия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κιγκαλερία" в других словарях:

  • κιγκαλερία — η περιληπτική ονομασία τών μετάλλινων βιομηχανικών προϊόντων, και κυρίως τών οικιακής χρήσεως, όπως είναι λ.χ. οι πρόκες, οι βίδες, τα λουκέτα κ.λπ. («έμπορος ειδών κιγκαλερίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. quincaillerie] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»