- κιγκαλερία
- η скобяные товары, изделия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κιγκαλερία — η περιληπτική ονομασία τών μετάλλινων βιομηχανικών προϊόντων, και κυρίως τών οικιακής χρήσεως, όπως είναι λ.χ. οι πρόκες, οι βίδες, τα λουκέτα κ.λπ. («έμπορος ειδών κιγκαλερίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. quincaillerie] … Dictionary of Greek